βλασταράκι

βλασταράκι
το (Μ βλασταράκιν) [βλαστάρι]
τρυφερό, μικρό βλαστάρι
νεοελλ.
μικρό παιδάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μοσχίδιον — μοσχίδιον, τὸ (Α) [μόσχος (Ι)] μικρή παραφυάδα, βλασταράκι («νέα μοσχίδια συκίδων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • πτορθείον — τὸ, Α [πτόρθος] μικρός πτόρθος*, βλασταράκι …   Dictionary of Greek

  • φιντανάκι — το (υποκορ. του φιντάνι βλ. λ.) 1. νεαρός βλαστός, τρυφερό βλαστάρι, βλασταράκι: Φιντανάκι τριανταφυλλιάς. 2. μτφ., ο νέος άνθρωπος, ο νιόβγαλτος, το τρυφερούδι: Φιντανάκι είναι κι όλο βόλτες πάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”